- ἀξίην
- ἄξιοςcounterbalancingfem acc sg (epic ionic)ἀξίαworthfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρημαίνω — Α 1. (για τον άνεμο) φυσώ, πνέω ισχυρώς, σφοδρώς 2. (με αιτ.) εντείνω, επιτείνω («πρήμηνον ἀξίην φωνὴν σεωυτοῡ», Ηρώνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παράγεται από τους τ. πρῆσμα, πρησμονή (< πίμπρημι) χωρίς το δυσερμήνευτο σ τών τύπων αυτών] … Dictionary of Greek